- κλέβομαι
- κλέβομαι1κλάπηκα βλ. πίν. 1712κλέφτηκα βλ. πίν. 8——————Σημειώσεις:κλέβομαι : ο αόριστος κλέφτηκα χρησιμοποιείται μόνο με την έννοια της απαγωγής γυναίκας με σκοπό το γάμο, π.χ. αυτή κλέφτηκε με τον τάδε ή αυτοί κλέφτηκαν για να παντρευτούνε.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.