κλέβομαι

κλέβομαι
κλέβομαι
1
κλάπηκα βλ. πίν. 171
2
κλέφτηκα βλ. πίν. 8
——————
Σημειώσεις:
κλέβομαι : ο αόριστος κλέφτηκα χρησιμοποιείται μόνο με την έννοια της απαγωγής γυναίκας με σκοπό το γάμο, π.χ. αυτή κλέφτηκε με τον τάδε ή αυτοί κλέφτηκαν για να παντρευτούνε.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλληλαπάγομαι — και αλληλο απάγομαι από κάποιον και απάγω και εγώ αυτόν, «κλέβομαι» με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + απάγω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλαπαγωγή] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοκλέβομαι — και αλληλοκλέπτομαι κλέβομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν κλέβω και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κλέβω ( ομαι). Ο τ. αλληλοκλέπτομαι < αλληλο * + κλέπτω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκλοπή] …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”